- παραστείχοντα
- παραστείχωgo pastpres part act neut nom/voc/acc plπαραστείχωgo pastpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραστείχω — Α 1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.) 2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ. 3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στείχω «περπατώ, βαδίζω»] … Dictionary of Greek